Ορειβατικοί όροι
Ορειβατικοί Όροι | |
Απόσπασμα από το βιβλίο “Τα βουνά της Αττικής” | |
άβυσσος | Βαθύ χάσμα στη γη. Γενικός χαρακτηρισμός του σπηλαιοβάραθρου. |
αγιάζι | Νυχτερινό ή πρωινό κρύο. Διαπεραστική υγρασία. |
αετοράχη | Απόκρημνη ράχη ψηλού βουνού προσιτή μονάχα στους αετούς. |
αναρρίχηση | Το σκαρφάλωμα. Η ανάβαση σε κορυφή βουνού με εφαρμογή της αναρριχητικής τεχνικής βράχου ή πάγου. |
ανεμολόγιο | Κυκλικό διάγραμμα που χρησιμοποιείται στις μαγνητικές πυξίδες και στις παρατηρήσεις της διεύθυνσης του ανέμου. Διαιρείται σε 8 ή 16 μέρη που δείχνουν τους κύριους ανέμους ή τ’ αντίστοιχα σημεία του ορίζοντα. |
αντάρα | Η κακοκαιρία πάνω στο βουνό. Η μαυρίλα του ουρανού. |
αντέρεισμα | Το τμήμα του βουνού που βρίσκεται μεταξύ δύο διαδοχικών χαραδρών. Η δευτερεύουσα κορυφογραμμή ενός βουνού που εκτείνεται πλάγια ή κάθετα από την κύρια κορυφογραμμή. |
ατραπός | Μονοπάτι. Φυσική στενή όδευση στα πολύ ορεινά μέρη, βατή μόνο σε πεζούς. Οι ατραποί δημιουργήθηκαν από τη συχνή διέλευση μικρών άγριων ζώων και αιγοπροβάτων. Στα πολύ ορεινά και απόκρημνα εδάφη είναι δύσβατες και μόνο το καλοκαίρι είναι βατές. |
αυχένας | Το χαμηλότερο σημείο μιας κορυφογραμμής που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο διαδοχικών κορυφών. Από το σημείο αυτό ξεκινούν δύο αντίθετης ροής κοιλότητες που εξελίσσονται σε ρεματιές καθώς κατέρχονται. Το σημείο αυτό είναι συνήθως και ορεινή διάβαση. |
βαθύπεδο | Πεδιάδα που βρίσκεται ανάμεσα σε βουνά και το έδαφός της είναι χαμηλότερο από τη γύρω επιφάνεια. |
βάραθρο | Βαθύ και απόκρημνο ρήγμα στη γη. Απόκρημνο πηγάδι. |
βαρόμετρο | Όργανο που χρησιμεύει στη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. |
διάσελο | Ο αυχένας (βλ. λέξη) μεταξύ δύο διαδοχικών κορυφών ή δύο λόφων. Το πέρασμα από τα χαμηλότερα σημεία κορυφογραμμής. |
δρυμός | Δάσος με πολλά πυκνά και μεγάλα δέντρα. Τόπος όπου φυτρώνουν πολλές δρυς. |
εθνικός δρυμός | Χαρακτηρίζεται έτσι μία επιβλητική σε φυσική ομορφιά περιοχή, με σκοπό την προστασία και αύξηση της χλωρίδας και της πανίδας της, τη διατήρηση της γεωμορφολογίας και την προστασία των φυσικών καλλονών της. Ο εθνικός δρυμός αποτελείται από τον πυρήνα όπου γίνεται η καθαυτό προστασία της Φύσης και από την περιφερειακή ζώνη. Στη χώρα μας υπάρχουν σήμερα 10 Εθνικοί Δρυμοί. |
ισοϋψείς καμπύλες (υψομετρικές) | Οι καμπύλες που χαράσσονται στους τοπογραφικούς χάρτες και που συνδέουν όλα τα σημεία του ίδιου ύψους. Αποδίδουν με μεγάλη σαφήνεια πάνω στο χάρτη τις υψομετρικές διαφορές του εδάφους. |
καταφύγιο | Το μέρος στο οποίο καταφεύγει κανείς για ασφάλεια. Καταφύγια ονομάζονται και τα οικήματα που έχουν κτίσει διάφοροι ορειβατικοί – φυσιολατρικοί Σύλλογοι στα βουνά, με κύριο σκοπό την εξυπηρέτηση των ορειβατών – φυσιολατρών. |
κατολίσθηση | Η απόσπαση και το κατρακύλισμα, με μεγάλη ταχύτητα, μαζών πετρωμάτων και χωμάτων από τα βουνά (από διάβρωση ή αποσάθρωση) με καταστροφικά συνήθως αποτελέσματα. |
κλεισούρα | Στενή διάβαση μεταξύ δύο βουνών ή δύσβατων τόπων. |
κοιλάδα | Μικρή και επιμήκης πεδιάδα ανάμεσα σε βουνά ή λόφους. |
κοίτη | Κοιλότητα του εδάφους μέσα στην οποία ρέει ποτάμι ή ρυάκι. |
κορυφή | Το ψηλότερο σημείο ενός υψώματος, λόφου ή βουνού. |
κορυφογραμμή | Η ψηλότερη γραμμή των πλαγιών του βουνού που περνά από τις κορυφές και τους αυχένες του και αποτελεί τη γραμμή διαχωρισμού των νερών της βροχής. Υδροκρίτης. |
κορφοβούνι | Η κορυφή του βουνού, βουνοκορφή. |
κρυοπάγημα | Η νέκρωση των άκρων του ανθρώπινου σώματος από το πολύ ψύχος. |
κρύσταλλο | Διαφανής και καθαρός πάγος. |
λαγκάδα | Μεγάλο λαγκάδι, λαγκαδιά. |
λόφος | Ύψωμα της επιφάνειας της γης μέχρι 300 μ. |
ξέφωτο | Ανοικτό μέρος μέσα στο δασός χωρίς δέντρα. Ηλιόλουστο μέρος που δε σκιάζεται από τίποτα. Λάκα. |
ομίχλη | Σύννεφο από υδρατμούς που αγγίζει την επιφάνεια του εδάφους και εμποδίζει την ορατότητα. Θολούρα, καταχνιά. |
ορειβασία | Η ανάβαση στα ψηλά βουνά (όρη). Υπάρχουν δύο μορφές ορειβασίας η απλή ορειβασία που χαρακτηρίζεται και ορεινή πεζοπορία (βλ. λέξη) και η ολοκληρωμένη ορειβασία που αποτελεί και εκφράζει ο αλμπινισμός – η τέλεια μορφή ορειβασίας |
οροπέδιο | Μεγάλη επίπεδη έκταση, ή ελαφρά λοφώδης, πάνω σε βουνό που περιορίζεται ολόγυρα από κορυφές ή απότομες πλαγιές. |
όρος | Ύψωμα της επιφάνειας της γης που ξεπερνά τα 1.000 μ. Λέγεται και βουνό. Παρουσιάζει κορυφή, πλαγιές και πρόποδες, είναι επιβλητικό και έχει σύνθετη όψη, αφού αποτελείται συνήθως από πολλές ανάγλυφες μορφολογικές μονάδες Βρίσκεται μόνο του, ή μαζί με άλλα βουνά κατά σειρές (οροσειρά), ή κατά ομάδες (ορεινός όγκος – ορεινό συγκρότημα). |
οροσειρά | Σειρά βουνών που συνδέονται μεταξύ τους. Αλυσίδα βουνών. |
πανίδα | Το σύνολο των ζώων μιας περιοχής ή χώρας. |
παρυφή | Άκρη, όριο. Το τέλος δάσους ή βουνού. |
πάχνη | Λεπτή παγωμένη δροσιά που επικάθεται κατά τις ψυχρές νύχτες στα φύλλα των φυτών και στην επιφάνεια του εδάφους. |
πεδιάδα | Μεγάλη και ομαλή έκταση γης. |
πέτρωμα | Το υλικό από το οποίο αποτελείται ο στέρεος φλοιός της Γης. Μεγάλη μάζα ορυκτών τα οποία έχουν την ίδια σύσταση, δομή και προέλευση. |
πλαγιά | Η κατηφορική πλευρά ενός λόφου ή βουνού. Κλιτής. |
πρόποδες | Το κατώτερο μέρος λόφου ή βουνού από το οποίο αρχίζει η κλίση αυτού. |
προσανατολισμός | Ο σαφής προσδιορισμός πορείας ή θέσης, σε σχέση με τα σημεία του ορίζοντα ή τα γύρω. |
ράχη | Η ανώτερη επιφάνεια επιμήκους υψώματος, κορυφογραμμή. |
ρέμα | Κοίτη χειμάρρου. |
ρεματιά | Μικρή χαράδρα. Η κοίτη χειμάρρου. |
σταλαγμίτης | Στήλη από ανθρακικό ασβέστιο, σχήματος συνήθως κώνου ή μαστού, που σχηματίζεται στο δάπεδο πολλών σπηλαίων, από σταγόνες νερού που πέφτουν από την οροφή τους ή από τους σταλακτίτες. |
σταλακτίτης | Στήλη από ανθρακικό ασβέστιο, σχήματος συνήθως κώνου ή μαστού, που κρέμεται από την οροφή πολλών σπηλαίων και σχηματίζεται από σταγόνες νερού που πέφτουν από την οροφή τους εντός αυτών (Οι σταλακτίτες έχουν τρύπα στη μέση τους απ’ όπου διαρρέουν οι σταγόνες). |
συστάδα | Πυκνή ομάδα δέντρων. |
τοπωνύμιο | Το όνομα ενός τόπου, μιας θέσης κ.τ.λ. |
τούρλα | Στρογγυλό ύψωμα. Μυτερή κορυφή. |
τραβέρσα | Πέρασμα μιας περιοχής με πλάγια ή σχεδόν διαγώνια πορεία. |
τριγωνομετρικό σημείο | Ορατό σημείο στην κορυφή ενός υψώματος, στο οποίο έχει γίνει μέτρηση μεγάλης ακρίβειας. Το σημείο αυτό δείχνεται κατά κανόνα, μ’ ένα τσιμεντένιο κολονάκι. Στα τριγωνομετρικά σημεία στηρίζεται η τοπογραφία για την πλήρη αναπαράσταση του εδάφους. |
υπώρεια | Οι πρόποδες λόφου ή βουνού. |
υψίπεδο | Πεδιάδα που βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο. |
υψόμετρο | Το ύφος (η κατακόρυφη απόσταση) ενός σημείου από τη μέση στάθμη της επιφάνειας της θάλασσας. Οι ορειβάτες συνηθίζουν να λένε υψόμετρο και το τσιμεντένιο κολονάκι που υπάρχει σε διάφορες κορυφές και αποτελεί ένα σημείο του τριγωνομετρικού δικτύου της χώρας. |
ύψωμα | Μικρή έξαρση της επιφάνειας του εδάφους, λοφίσκος. |
φαράγγι | Βαθιά και στενή χαράδρα, με απόκρημνες πλευρές. Βαθύ χάσμα ανάμεσα σε βουνά. Το φαράγγι είναι μια επιφανειακή καρστική μορφή. |
φρύδι | Το χείλος κρατήρα, γκρεμού, απότομου βράχου κ.τ.λ. Η κορυφογραμμή. Η χαρακτηριστική γραμμή υψώματος που διαχωρίζει την ανώτερη επιφάνειά του (κορυφή ή πλάκα) από τη μέση (τον κορμό). |
χαράδρα | Μακρόστενο βαθύ χάσμα, κυρίως στις πλαγιές των βουνών, που σχηματίστηκε από τη διάβρωση των χειμάρρων. |
χάρτης | Είναι η αναπαράσταση, σ΄ ένα φύλλο χαρτί, όλων των φυσικών ή τεχνητών λεπτομερειών του εδάφους, σε οριζόντια προβολή και σε σμίκρυνση. |
χάσμα | Ρήγμα στη γη, βάραθρο. |
χείμαρρος | Ορμητικό ρεύμα νερού που σχηματίζεται από τις βροχές και το λιώσιμο των χιονιών και το οποίο έχει μεγάλη διαβρωτική δύναμη. |
χιονίστρα | Μικρό κρυοπάγημα. Εξόγκωμα των δακτύλων, της μύτης ή των αυτιών, από το πολύ κρύο. |
χιονοδρομία | Η τέχνη γλιστρήματος και αλμάτων πάνω στο χιόνι με χιονοπέδιλα (σκι). Διακρίνεται σε απλή και αγωνιστική χιονοδρομία. |
χλωρίδα | Το σύνολο και το είδος των φυτών μιας περιοχής ή χώρας που φυτρώνουν μονα τους. |
Comments
No comment yet.